πεμπτάκις — five times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάκις — ΝΑ, και πεντάκι και πεμπτάκις και πεμπάκι Α επίρρ. πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε / πέμπε + επιρρμ. κατάλ. άκις / άκι (πρβλ. εξ άκις)] … Dictionary of Greek